- φούλι
- το(βοτ.)1. το φυτό «γιασεμί το αράπικο».2. το λουλούδι του «γιασεμιού του αράπικου».3. είδος κουκιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φούλι — to, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού φυτού Jasminum sambac, τού γένους ίασμος, αλλ. μπουγαρίνι 2. κοινή ονομασία τού είδους Sparmania africana τού γένους σπαρμανία, που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό, κυρίως σε γλάστρες 3. στον πληθ. τα φούλια κουκιά… … Dictionary of Greek
μπουγαρινιά — και μπογαρινιά, η [μπουγαρίνι] κοινή ονομασία είδους τού φυτού ίασμος, αλλ. φούλι … Dictionary of Greek